χελώνειος

χελώνειος
-α, -ο, Ν [χελώνα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χελώνα («χελώνεια ταχύτητα»)
2. κατασκευασμένος από όστρακο χελώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ανάβας — Περκόμορφο ψάρι του γλυκού νερού, της υπερτάξης των τελεοστέων (οικογένεια αναβαντίδες). To κυριότερο και πιο παράδοξο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως μπορεί να εγκαταλείπει προσωρινά το υγρό στοιχείο και να μετακινείται πάνω στο έδαφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”